Οι έννομες συνέπειες της δήλωσης τρίτου στη περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου
Σύμφωνα με το άρθρο 989 ΚΠολΔ: «Η καταφατική δήλωση του άρθρου 988 αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά του τρίτου∙ τον εκτελεστήριο τύπο τον δίνει ο Ειρηνοδίκης στην έδρα του οποίου έγινε η δήλωση», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ’ ΚΠολΔ: «Εκτελεστοί τίτλοι είναι: οι διαταγές και οι πράξεις που αναγνωρίζονται από τον νόμο ως τίτλοι εκτελεστοί». Ως εκ τούτου είναι πρόδηλο ότι η καταφατική δήλωση τρίτου παρέχει το δικαίωμα στον δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση απευθείας στην ατομική περιουσία του τρίτου, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που προβλέπονται από τον ΚΠολΔ, κατά τρόπο όμοιο με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του καθ’ ου οφειλέτη.
Κατά συναφούς πράξης εκτέλεσης, η οφειλέτιδα – ΚΑΙ ΜΟΝΟ – έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, στον καθ’ ου η εκτέλεση παρέχεται η δυνατότητα αμφισβήτηση του τίτλου ή της απαίτησης του κατάσχοντος, ακόμα και στην περίπτωση της επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, μέσω της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ και εντεύθεν η δυνατότητα αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ. Τέτοια δυνατότητα δεν αναγνωρίζεται στον τρίτο, ο οποίος κατά του κατασχετηρίου μπορεί να προβάλει μόνο τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 987 ΚΠολΔ (Νικόλαος Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, σ. 835-836, 857-858). Η μη άσκηση ανακοπής από την ίδια την καθ’ ης η εκτέλεση σε συνδυασμό με την καταφατική δήλωση του τρίτου έχει ως αποτέλεσμα την ex lege εκχώρηση της απαίτησης στον κατάσχοντα, χωρίς να είναι αναγκαία ούτε να μεσολαβεί καμία δικαστική διάγνωση ως προς το αντικείμενο της κατάσχεσης (Νικόλαος Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, σ. 855).
Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 989 ΚΠολΔ, η εν λόγω καταφατική δήλωση αποτελεί εκτελεστό τίτλο για τον κατάσχοντα, ο οποίος μπορεί να ενεργήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά της ατομικής περιουσίας του τρίτου σε περίπτωση άρνησης ή δυστροπίας του, με την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 951 ΚΠολΔ για την ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων. Επιπλέον, μετά το πέρας των οκτώ (8) – ή τριάντα (30) κατά περίπτωση – ημερών που τάσσονται προς κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον καθ’ ου οφειλέτη, κατ’ άρθρο 988 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο τρίτος οφείλει να καταβάλει στον κατάσχοντα το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση, εφόσον έχει προηγουμένως προβεί σε καταφατική δήλωση με την οποία επιβεβαιώνει την επάρκεια του εν λόγω ποσού. Η μη καταβολή κατά την δήλη ημέρα που καθορίζεται από τον νόμο καθιστά τον τρίτο, συν τοις άλλοις, υπερήμερο έναντι του κατάσχοντος (Νικόλαος Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτελέσεως, σ. 857).
Παράλληλα, η επιβολή κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, η οποία αφορά σε χρηματική απαίτηση ή χρεόγραφα, καθιστά ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ τον τρίτο μεσεγγυούχο κατά το άρθρο 984 παρ. 3 ΚΠολΔ για το ποσό που κατασχέθηκε, υποχρεώνοντας τον να διαφυλάσσει το ποσό έως την περάτωση της δικαστικής διαφοράς και υποχρεώνοντας τον να το αποδώσει αποκλειστικά και μόνο στον υπέρ ου η κατάσχεση. Ο τρίτος δεν δύναται να αποδώσει το ποσό σε κάποιον άλλον πλην του κατάσχοντος, ούτε στον καθ’ ου οφειλέτη, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 984 παρ. 2 ΚΠολΔ: «Απαγορεύεται και δεν παράγει έννομες συνέπειες για τον κατάσχοντα η εξόφληση από τον τρίτο της κατασχεμένης απαίτησης ή ο συμψηφισμός της με μεταγενέστερη απαίτηση, καθώς και η απόδοση σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση ή η διάθεση σε τρίτους του κατασχεμένου, αφότου του επιδοθεί το έγγραφο του άρθρου 983, έστω κι αν αυτό δεν επιδόθηκε ακόμα σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η κατάσχεση. Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις, η απαγόρευση αφορά μόνο στο ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση».
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ’ ου η εκτέλεση επιφέρει ως ΑΜΕΣΗ και ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ έννομη συνέπεια την αποστέρηση του δικαιούχου της κατασχεθείσας απαίτησης από την εξουσία της ελεύθερης διάθεσης του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου. Ως κρίσιμος χρόνος για την επέλευση των ανωτέρω συνεπειών λογίζεται τόσο ως προς τον καθ’ ου οφειλέτη όσο και ως προς τον τρίτο η επίδοση του κατασχετηρίου σε καθένα από τα πρόσωπα αυτά. Με την εμπρόθεσμη και νόμιμη επίδοση του κατασχετηρίου σε καθέναν από τους ανωτέρω επέρχεται, επίσης, και η εκ νόμου αναγκαστική και αυτόματη εκχώρηση της απαιτήσεως που έχει κατασχεθεί από τον μέχρι τότε δικαιούχο της, ήτοι τον καθ’ ου οφειλέτη, στον κατάσχοντα δανειστή. Από τον συνδυασμό, δε, των διατάξεων των άρθρων 983 παρ. 3, 988 παρ. 1 και 990 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αυτοδίκαιη εκ του νόμου εκχώρηση στον κατάσχοντα της απαιτήσεως επί της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση προϋποθέτει αφενός την εμπρόθεσμη υποβολή καταφατικής δηλώσεως από τον τρίτο, αφετέρου την πάροδο της προβλεπόμενης κατά το άρθρο 988 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας κοινοποίησης του κατασχετηρίου στον καθ’ ου (Νικόλαος Νίκας, Εγχειρίδιο Δικαίου Αναγκαστικής Εκτέλεσης, σ. 843). Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε τυχόν διάθεση της κατασχεμένης απαιτήσεως από τον καθ’ ου οφειλέτη καθίσταται άκυρη.
Επιπρόσθετα, η διαδικασία εξοφλήσεως του κατάσχοντος επί κατασχέσεως χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας τρίτου, μετά την υποβολή από τον τρίτο καταφατικής δήλωσης, γίνεται είτε απευθείας από τον τρίτο, είτε με διανομή του ποσού μέσω συμβολαιογράφου (988 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο καθ’ ου οφειλέτης δύναται, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, να ασκήσει ανακοπή προβάλλοντας λόγους που αφορούν στην εγκυρότητα της κατασχέσεως ή στην ύπαρξη ή ανυπαρξία της απαίτησης. Το απώτερο όμως χρονικό σημείο ασκήσεως της ανακοπής από τον οφειλέτη για τους ανωτέρω λόγους πρέπει να συνδεθεί με την εκπνοή της προβλεπόμενης από το άρθρο 988 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας, οπότε συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της απαιτήσεως του οφειλέτη προς τον κατάσχοντα και ο τελευταίος αποκτά τον κατ’ άρθρο 989 εκτελεστό τίτλο εις βάρος του τρίτου. Επομένως, η οκταήμερη προθεσμία του άρθρου 988 ΚΠολΔ αρχίζει για τον οφειλέτη από την επομένη της επιδόσεως του κατασχετηρίου σε αυτόν, εφόσον, όμως, προηγήθηκε η προς τον τρίτο επίδοση του κατασχετηρίου, διότι από τότε η κατάσχεση θεωρείται υπαρκτή (ΑΠ 954/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).
Η εκ του νόμου συντελεσθείσα εκχώρηση της απαίτησης και η απόσπασή της από την εξουσία διάθεσης της οφειλέτιδας έχει ως άμεση συνέπεια την αυτοδίκαιη περιέλευση της απαίτησης αυτής στον κατάσχοντα δναειστή – επισπεύδοντα. Επομένως, η εκχώρηση έχει ήδη λάβει χώρα και έχει οριστικοποιηθεί με την παρέλευση της προθεσμίας ανακοπής από την καθ’ ης η εκτέλεση, ενώ τυχόν σχετικοί λόγοι να έχουν προβληθεί από την ίδια την καθ’ ης κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ.