Skip to main content

Η ηθική βλάβη του νομικού προσώπου

Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Για να γεννηθεί η αξίωση, θα πρέπει η σχετική προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο, σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Χρηματική ικανοποίηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, όπως ήδη αναφέρθηκε, δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους και, επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, τ` αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πρέπει να επικαλείται ειδικά (και στην συνέχεια να αποδεικνύει) το ενάγον νομικό πρόσωπο.

Παράνομη είναι η προσβολή όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΕφΑθ 4351/2002, ΕλλΔνη 44. 198, ΕφΑθ 6720/ 2000, ό.π.). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο, ευαισθησία), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κ.λπ.

Κατ’ αρχήν, τα νομικά πρόσωπα απολαμβάνουν ενός γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας ως επακόλουθο της κοινωνικής συνεισφοράς τους σε ευρύτατους τομείς της συναλλακτικής ζωής, όπως τον οικονομικό, πολιτικό και επιστημονικό. Ωστόσο, η έκταση αυτού εμφανίζεται περιορισμένη σε σχέση με την αντίστοιχη των φυσικών προσώπων, καθώς στα στοιχεία, που το απαρτίζουν, συγκαταλέγονται σε αδρές γραμμές η επωνυμία, η φήμη και η πίστη, η ταυτότητα, η ελευθερία, το άσυλο της έδρας και η σφαίρα του απορρήτου τους. Για την προστασία του παρέχονται κατά βάση οι αξιώσεις αφενός για άρση της προσβολής και παράλειψη στο μέλλον (άρθρα 57-58 του Α.Κ.) και αφετέρου για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης των νομικών προσώπων (άρθρα 59 και 932 του Α.Κ.) με την αιτιολογία ότι η μη υλική ζημία τους συνίσταται στο στιγματισμό της κοινωνικής τους υπόστασης και τη δυσχέρανση εκπλήρωσης της αποστολής τους.

Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας αποκαθίσταται εκτός από την περιουσιακή ζημία και η μη περιουσιακή ή ηθική ζημία. Στα πλαίσια του άρθρου 932ΑΚ αποκατάσταση της ηθικής ζημίας είναι νοητή, τόσο στην περίπτωση που με την άδικη πράξη προκαλείται μία βλάβη σε ένα περιουσιακό έννομο αγαθό (π.χ. καταστροφή ή βλάβη πράγματος), όσο και στην περίπτωση που η βλάβη αφορά ένα από τα αγαθά της προσωπικότητας (βλ. και Καυκά ΕνΔ 1975. Β. σελ.910, Καρακατσάνη σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρο 57 περ.αριθ.4ρπ).

Άλλωστε η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, δεν έχει χαρακτήρα ιδιωτικής ποινής και δεν αποσκοπεί στην επιβολή κύρωσης στον ζημιώσαντα, αλλά στην αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στον παθόντα (βλ. ΕφΑθ 4779/2004 ΕλλΔνη 2005.843). Το δικαστήριο της ουσίας θα κρίνει, εάν ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και ποιο το επιδικαστέο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση αυτής, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος, την οικονομική, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών (βλ. ΑΠ 1094/2004 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “Νόμος”, ΑΠ 674/2004 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “Νόμος”).

Περαιτέρω, η εκ της αδικοπραξίας αποζημίωση περιλαμβάνει τόσο τη θετική και αποθετική τοιαύτη, όσο και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που ο παθών υπέστη. Χρηματική ικανοποίηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, όπως ήδη αναφέρθηκε, δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους και, επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, τ` αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πρέπει να επικαλείται ειδικά (και στην συνέχεια να αποδεικνύει) το ενάγον νομικό πρόσωπο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση.

Από τη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας στα πλαίσια της από τη διάταξη αυτή παρεχομένης εξουσίας του έχει τη δυνατότητα να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του δικαιούχου με βάση τους οικείους προσδιοριστικούς παράγοντες όπως είναι το πταίσμα του υπόχρεου, το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, και η κοινωνική και η περιουσιακή κατάσταση των μερών (Ολ. ΑΠ 13/2002 και Α.Π. 1211/2002 ΝοΒ 2003. 1011). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων 299, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη ο παθών από αδικοπραξία, επιδικάζεται σ’ αυτόν κατ’ ελεύθερη εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας με βάση τα υποβαλλόμενα στην κρίση του πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, χωρίς να υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις ως προς την επέλευση ή μη της ηθικής βλάβης, καθώς και ως προς το ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης. Ετσι, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, εκτιμώντας μεταξύ άλλων το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος, την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν οικείο πταίσμα του τελευταίου, τις λοιπές προσωπικές σχέσεις των μερών και τη συμπεριφορά του υπεύθυνου μετά την αδικοπραξία (ΑΠ 350/1999 ΕλλΔνη 40.1515, ΑΠ 1807/1999 ΕλλΔνη 41.986, ΑΠ 962/1993 ΕλλΔνη 36.122, ΕφΑθ 5356/1996 Αρμ 51.337).

Ακόμη, σημειώνουμε ότι η υπαίτια ζημιογόνος πράξη, ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέραν της αξίωσης από την σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς την συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, επιβαλλόμενο γενικό καθήκον, να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973). Σε τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε ζημιωθείς έχει το δικαίωμα να στηρίξει την σχετική αξίωση για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση, είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 555/1999, ΕφΛαρ 284/2004).

Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ’ απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική υπόσταση της επιχείρησής του, αλλ’ αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (βλ. ΑΠ 1618/2006 ΕλλΔνη 48,155, ΑΠ 1040/2004 ΕλλΔνη 48,158 και ΕφΠατρ 1023/2007 ΑχΝομ 2008,542). Περαιτέρω, εκφάνσεις της ΑΚ 281 συνιστούν η απαγόρευση αντιφατικής συμπεριφοράς (ή venire contra factum proprium) και η αρχή της αναλογικότητας. Πιο επισταμένα, αξιολογικά κριτήρια που συνθέτουν την πρώτη υπό τις προαναφερόμενες εκφάνσεις είναι: α) η ύπαρξη ενέργειας του δικαιούχου προς ενάσκηση δικαιώματος δηλωτικής της βούλησής του, β) η δημιουργία αντίστοιχης πεποίθησης του υπόχρεου, γ) η συνδρομή διαθέσεων εμπιστοσύνης του τελευταίου και δ) η πρόκληση επαχθών συνεπειών από την ανατροπή της εμπιστοσύνης, η δε αρχή της αναλογικότητας ως αξιολογικό κριτήριο της κατάχρησης, ιδίως στο πεδίο άσκησης των διαπλαστικών δικαιωμάτων (όπως είναι η καταγγελία σύμβασης) που συνιστούν μορφή κυριαρχικής μονομερούς επέμβασης στη σφαίρα εξουσίας του αντισυμβαλλόμενου, εξειδικεύεται κυρίως υπό το πρίσμα της αρχής της καταλληλότητας, η οποία υπαγορεύει την επιλογή μέτρων πρόσφορων και όχι ιδιαιτέρως επαχθών για την εκπλήρωση των επιμέρους όρων της σύμβασης (βλ. ΠΠρΑθ 2254/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).


© Στυλόπουλος & Συνεργάτες

Ομήρου 34, 10672, Αθήνα | T: +30 210 3832518 | F: +30 210 3821568