Skip to main content

Η απόπειρα επιτάχυνσης δικαιοσύνης

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό ειδησεογραφικό site Capital.gr (12-11-2012)

Τα τελευταία χρόνια γίνονται σημαντικές προσπάθειες για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές αποτελούν αποσπασματικές κινήσεις, μη εντασσόμενες, σε μία ενιαία και συνολική προσπάθεια ρύθμισης του δημόσιου συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Επιπλέον, στις μόνιμες απόπειρες επιτάχυνσης της δικαιοσύνης θα πρέπει να προσθέσουμε και τις συνεχιζόμενες απεργιακές κινητοποίησεις δικαστών, δικηγόρων και γραμματέων, οι οποίες μαστίζουν την ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική δικαιοσύνη.

Η αναφορά στην λέξη δημόσιο αποσκοπεί στην διαφοροποίηση κι ανάδειξη των «ιδιωτικών» συστημάτων απονομής δικαιοσύνης μέσα από την εναλλακτική επίλυση διαφορών όπως τη διαμεσολάβηση και τη διαιτησία. Αποτέλεσμα των τροποποιήσεων τις οποίες έχουν υποστεί τα βασικά νομοθετήματα της έννομης τάξης μας είναι οι συνεχείς και αντιφατικές αλλαγές, οι οποίες ακυρώνουν στην πράξη τις αγαθές προθέσεις των κυβερνώντων. Αντ’ αυτού τόσο οι εφαρμοστές όσο και οι πολίτες βρίσκονται σε μία πλήρη σύγχυση, σύμφωνα με τα κάτωθι ενδεικτικά νομοθετικά παραδείγματα.

Ενδεικτικά, στο νόμο 4055/12 για την «Δίκαιη Δίκη» περιέχεται η διάταξη του άρθρου 21 σύμφωνα με την οποία δεν θα απαιτείται η καταβολή δικαστικού για τις αναγνωριστικές αγωγές σε υποθέσεις αποζημιώσεων τροχαίων ατυχημάτων, σε διαφορές από αμοιβές για παροχή εργασίας και σε υποθέσεις που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων. Η ρύθμιση αυτή τροποποίησε σε διάστημα λίγων μηνών το άρθρο 70 του «καλοκαιρινού» νόμου 3994/2011 σχετικά με την γενική υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου σχεδόν στο σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών που είχαν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι χρηματικά αποτιμητέες.

Ακόμη, ο νόμος 4055/12, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, κατάργησε το προϊσχύσαν σύστημα των δύο δικασίμων για την έκδοση δικαστικής απόφασης επί αιτήσεως συναινετικού διαζυγίου. Δυστυχώς, στην πράξη αντί να επισπεύδεται η διαδικασία έκδοσης της σχετικής απόφασης μάλλον καθυστερείται καθόσον σύμφωνα με την πρακτική η πρώτη συζήτηση χωρούσε την ημέρα της κατάθεσης της σχετικής αίτησης και η δεύτερη σε απώτερο χρόνο, ενώ πλέον εξαρχής δίνεται μία δικάσιμος σε αντικατάσταση επί της ουσίας της δεύτερης συζήτησης.

Ένα παράδειγμα έλλειψης νομοθετικής πρωτοβουλίας αποτελεί το ζήτημα των τόκων υπερημερίας του Δημοσίου. Στο παρελθόν, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει στην απόφασή του «Μεϊδάνης κατά Ελλάδος», ότι τόσο η ρύθμιση του άρθρου 7 § 2 του νομοθετικού διατάγματος 496/1974 περί λογιστικού των ΝΠΔΔ, η οποία ορίζει ότι ο νόμιμος τόκος υπερημερίας πάσης οφειλής των ΝΠΔΔ ανέρχεται σε 6% ετησίως, όσο και η σχετική απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου (3/2006) που την έκρινε συνταγματική, παραβιάζει το δικαίωμα του προσφεύγοντα στην περιουσία του όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το ζήτημα δεν λύθηκε ποτέ οριστικά με νόμο και συνεπώς εναπόκειται στον κάθε πολίτη να διεκδικήσει τα νομολογημένα δικαιώματά του.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το Νόμο 3327/2005, σε διάστημα οκτώ μηνών από τη συζήτηση μίας πολιτικής δίκης πρέπει να εκδίδεται η σχετική δικαστική απόφαση. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται σε διάστημα απώτερο της διάρκειας που θέτει ο νόμος, ενώ ο γράφων έχει αναμείνει για την έκδοση διαταγής πληρωμής –χωρίς να υφίσταται εκκρεμότητα– διάστημα άνω των δέκα μηνών. Δυστυχώς, το συγκεκριμένο ζήτημα σχετίζεται όχι μόνο με νομοθετικές προβλέψεις αλλά με την έλλειψη ουσιαστικών κυρώσεων καθώς και το φόρτο της εργασίας κάποιων δικαστών και κάποιων δικαστικών τμημάτων.

Στα ίδια γενεσιουργά αίτια εδράζεται κι ένα ακόμη παράδειγμα αντίφασης μεταξύ νόμου και πράξης. Σύμφωνα με το νόμο 3869/10 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά –ο νόμος Κατσέλη– προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ότι η σχετική αίτηση θα συζητείται εντός έξι μηνών από την κατάθεσή της. Η διάταξη, όμως, αυτή παραμένει «κενό γράμμα», δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή τα κατά τόπους αρμόδια Ειρηνοδικεία προσδιορίζουν τις σχετικές δικασίμους σε διάστημα το οποίο ξεπερνάει σε κάποιες περιπτώσεις τα τέσσερα χρόνια, όπως το Ειρηνοδικείο Αθηνών, το Ειρηνοδικείο Αχαρνών και το Ειρηνοδικείο Περιστερίου των οποίων οι δικάσιμοι ορίζονται σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και το 2019 (!!!).

Οι νομοθετικές παρεμβάσεις σε πολλές περιπτώσεις είτε δεν αρκούν είτε δεν καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις. Ο νόμος 3869/10 ρυθμίζει τη διαδικασία εξυγίανσης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Επιπλέον, με διευρυμένα νομολογιακά κριτήρια στις αντίστοιχες ρυθμίσεις έχουν ενταχθεί και κάποιες κατηγορίες μικρών εμπόρων. Στον αντίποδα, οι μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες αντιμετωπίζουν πιστωτικά προβλήματα δύνανται να υπαχθούν στις διαδικασίες του γνωστού άρθρου 99 του Πτωχευτικού νόμου. Αντιθέτως,  δεν υπάρχει καμία νομοθετική ρύθμιση αναφορικά με τη δικαστική διαδικασία εξυγίανσης χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων, οι οποίοι βρίσκονται ακάλυπτοι απέναντι σε πιστωτές και τράπεζες.

Τέλος, η νομοθεσία σε πολλές περιπτώσεις προβλέπει σημαντικές τροποποιήσεις υπέρ των πολιτών, χωρίς ωστόσο να παράγουν επί της ουσίας αποτελέσματα. Μία από αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί Ευρωπαϊκή Οδηγία η οποία επιβάλλει την άμεση εξόφληση των προμηθευτών του δημοσίου εντός 30 ή 60 ημερών. Η ενσωμάτωση της συγκεκριμένης Οδηγίας ακόμη αργεί…

Η προσπάθεια επιτάχυνσης της δικαιοσύνης αποτελεί μία συνεχή απόπειρα νομοθετικής ρύθμισης ενός δαιδαλώδους νομικού και δικαστικού συστήματος. Στα ανωτέρα  παραδείγματα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε σποραδικά περιπτώσεις όπως τον διπλό δρόμο της δικαιοσύνης σε ζητήματα ποινικών πράξεων, οι οποίες δικαιολογούν αποζημιώσεις στα πολιτικά δικαστήρια καθώς και την ποινικοποίηση της μη καταβολής εισφορών ακόμη και στις περιπτώσεις αυτασφάλισης, Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες λαμβάνονται, εκφράζουν σε κάθε περίπτωση τις προσπάθειες της πολιτείας να συμβάλλει στην επίλυση του χρόνιου αυτού προβλήματος. Ωστόσο, οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται αποσπασματικά χωρίς πρακτικές συνέπειες για τους «παραβάτες» αλλά και δίχως πρακτική υποστήριξη για τους εφαρμοστές τους. Επιπλέον των νομοθετικών επιλογών και σε συνδυασμό με τις πολιτειακές επιλογές θα πρέπει να τεθούν ζητήματα όπως αυτών της πλήρωσης των οργανικών θέσεων στα δικαστήρια και της έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής. Σε κάθε περίπτωση όμως αποδεικνύεται ότι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης έχει ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει για να φτάσει στον πολίτη ώστε ο τελευταίος να αισθάνεται ασφάλεια σταθερού δικαίου.


© Στυλόπουλος & Συνεργάτες

Ομήρου 34, 10672, Αθήνα | T: +30 210 3832518 | F: +30 210 3821568