Skip to main content

Ο μηχανισμός εγγύησης των καταθέσεων

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην Οικονομική Καθημερινή (4-8-2013)

Πριν από μερικά χρόνια, ενδεχομένως θα ήταν φαιδρό να συζητάμε για το ενδεχόμενο και μόνο πτώχευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος. Ωστόσο, οι εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο της οικονομίας και δη των τραπεζών έχει ανατρέψει αυτή τη σκέψη. Προς τούτο, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν θεσπίσει εσωτερικές διαδικασίες, οι οποίες προβλέπουν την ικανοποίηση καταθετών με κάποιο ελάχιστο εξασφαλισμένο ποσό.

Στην Ελλάδα η πολιτεία έχει ιδρύσει το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων – ΤΕΚΕ (ν. 3746/ 2009), το οποίο υπεισήλθε στη θέση επί της ουσίας του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚ) δεδομένου ότι δέον όπως προστατευτούν και οι λήπτες επενδυτικών υπηρεσιών. Κύριο σκοπός του ΤΕΚΕ είναι η καταβολή αποζημιώσεων στους καταθέτες των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν σ’ αυτό σε περίπτωση κατά την οποία ευρίσκονται σε αδυναμία να εκπληρώσουν τις προς αυτούς υποχρεώσεις τους.

Σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 3714/2008, η αποζημίωση για το σύνολο των καλυπτόμενων καταθέσεων του ίδιου καταθέτη σε πιστωτικό ίδρυμα που καλύπτεται από το ΤΕΚΕ ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε 100.000 ευρώ. Η αποζημίωση καταβάλλεται σε ευρώ και ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων κάθε καταθέτη που τηρούνται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των λογαριασμών, το νόμισμα ή τη χώρα λειτουργίας του υποκαταστήματος του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο τηρείται η κατάθεση. Για τον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών καταθέσεων συμψηφίζονται με τις πάσης φύσεως ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος κατά του δικαιούχου καταθέτη, κατά τους όρους των άρθρων 440 επ. του Αστικού Κώδικα. Στις περιπτώσεις λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων από κοινού, κατά την έννοια του ν. 5638/1932, το τμήμα που αναλογεί σε κάθε καταθέτη του κοινού λογαριασμού θεωρείται χωριστή κατάθεση του κάθε δικαιούχου του λογαριασμού και, συνυπολογιζομένων και των λοιπών καταθέσεών του, καλύπτεται μέχρι το όριο των 100.000 ευρώ.

Αντιθέτως, εάν δεν προκύπτει το τμήμα κατάθεσης που αναλογεί σε κάθε δικαιούχο, θεωρείται για τους σκοπούς της αποζημίωσης ότι η κατάθεση ανήκει στους δικαιούχους κατά ίσα μέρη. Στο ως άνω όριο των 100.000 ευρώ δεν περιλαμβάνονται διάφορες επιμέρους κατηγορίες καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 3746/2009.

Από τις περιπτώσεις του εν λόγω άρθρου ίσως η πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση 9, η οποία αναφέρεται σε καταθέσεις της Κεντρικής Διοίκησης, ήτοι τις καταθέσεις των υπουργείων και των αποκεντρωμένων υπηρεσιών των υπουργείων, και των υπερεθνικών οργανισμών, των ομοσπονδιακών, ομόσπονδων, επαρχιακών και τοπικών διοικητικών αρχών, καθώς και των ΟΤΑ.

Η διαδικασία αποζημίωσης των εγγυημένων καταθετών, σύμφωνα τουλάχιστον με τον νόμο, είναι σύντομη. Το ΤΕΚΕ, αμέσως μόλις του κοινοποιηθεί η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της δικαστικής αρχής ή της αρμόδιας εποπτικής αρχής του κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης της έδρας του πιστωτικού ιδρύματος, του οποίου υποκατάστημα λειτουργεί στην Ελλάδα που καλύπτεται συμπληρωματικά από το ΤΕΚΕ, καταρτίζει κατάλογο καταθετών με βάση τα στοιχεία που του υποβάλλονται από το πιστωτικό ίδρυμα, στο οποίο αφορούν οι ως άνω αποφάσεις, και, μετά τους συμψηφισμούς, καταβάλλει τις σχετικές αποζημιώσεις που αφορούν μη διαθέσιμες καταθέσεις, εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την ημέρα κατά την οποία οι καταθέσεις κατέστησαν μη διαθέσιμες. Σύμφωνα με τον νόμο 4051/2012 (άρθρο 10) όπως αντικατέστησε την παράγραφο 16 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009, σε περίπτωση πτώχευσης πιστωτικού ιδρύματος και αναφορικά με τη σειρά προνομίων των πιστωτών εν γένει μιας εταιρείας, η οποία κηρύχθηκε σε πτώχευση, οι αξιώσεις των καταθετών, εάν εμπίπτουν στο ποσό των 100.000 ευρώ, κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις του άρθρου 154 περίπτωση γ΄ του Πτωχευτικού Κώδικα, ήτοι και κατά κύριο λόγο μετά τις απαιτήσεις εργασιακής σχέσης, και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, ήτοι και κατά κύριο λόγο πριν από τις απαιτήσεις των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλειας. Το τυχόν υπερβάλλον ποσό της απαίτησης κάθε δικαιούχου ικανοποιείται μετά τους καταθέτες, όπως περιγράφηκε, και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.

Σήμερα, αποτελεί κοινό τόπο το γεγονός, όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ότι οι επιχειρήσεις διάσωσης των τραπεζών επιβαρύνουν δυσβάστακτα τα δημόσια οικονομικά, προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, αυξάνουν το ενδεχόμενο ηθικού κινδύνου και έχουν πλέον πάψει να θεωρούνται ικανοποιητική λύση για την αποτροπή επαπειλούμενου κινδύνου μετάδοσης στις περιπτώσεις αναστολής της λειτουργίας μιας τράπεζας. Αλλωστε, η πτώχευση μιας μεμονωμένης μεγάλης τράπεζας επιφέρει σχεδόν πάντοτε συστημική κρίση. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει μια οδηγία για τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού πλαισίου πολιτικής με σκοπό τη διαχείριση των πτωχεύσεων των τραπεζών με συντεταγμένο τρόπο και την αποφυγή της μετάδοσής τους σε άλλα ιδρύματα. Πρόκειται για την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 77/91/ΕΟΚ και 82/891/Ε.Κ. του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/Ε.Κ., 2002/47/Ε.Κ., 2004/25/Ε.Κ., 2005/56/ Ε.Κ., 2007/36/Ε.Κ. και 2011/35/Ε.Κ. και του κανονισμού (Ε.Ε.) αριθ. 1093/2010.

Η συγκεκριμένη πρόταση δίνει σε ένα εναρμονισμένο περιβάλλον Ευρωπαϊκού Δικαίου τα νομικά εργαλεία στα κράτη-μέλη όπως δραστικά ενεργήσουν με κάθε τρόπο επί της ουσίας, προκειμένου να αναλάβουν τη διαχείριση ενός πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με την πτώχευση.


© Στυλόπουλος & Συνεργάτες

Ομήρου 34, 10672, Αθήνα | T: +30 210 3832518 | F: +30 210 3821568