Σύντομη ανασκόπηση πρόσφατων (2016′) αποφάσεων του Αρείου Πάγου σχετικά με τη Διαιτησία
Από τον Επαμεινώνδα Στυλόπουλο, Δικηγόρο, LL.M., ACIArb, [email protected] και την Ειρήνη Χόρτη, Δικηγόρο
(Φεβ. 2017’)
Στόχος της παρούσας αναφοράς είναι να εστιάσει και να αναδείξει δικαστικές αποφάσεις του έτους 2016 του Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου αναφορικά με ζητήματα διαιτησίας. Τα πλήρη κείμενα των αποφάσεων είναι διαθέσιμα και στον ιστοχώρου του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr.
- ΑΠ 517/2016: Ο εθνικός δικαστής δεν δύναται να αναδικάσει μία υπόθεση για την οποία έχει εκδοθεί διαιτητική απόφαση
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, το 2002 η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε τη διεξαγωγή ενός διεθνούς διαγωνισμού με αντικείμενο την ανάληψη του έργου για τα Συστήματα Ολυμπιακής Ασφαλείας των Αγώνων της Αθήνας το 2004 (παρακάτω αναφερόμενα ως «Τα Συστήματα»). Έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, η εταιρεία με την επωνυμία «SCIENCE APPLICATIONS INTERNATIONAL CORPORATION (SAIC)» και «LEIDOS HOLDINGS, INC» (παρακάτω αναφερόμενη ως «Η Εταιρία»), πλειοδότησε επιτυχώς με προσφορά 254,999,000 Ευρώ. Στις 19 Μαΐου 2003 καταρτίσθηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εταιρίας με αντικείμενο την προμήθεια, εγκατάσταση και συντήρηση των Συστημάτων. Εν όψει της επικείμενης διενέργειας των Ολυμπιακών Αγώνων 2004, υπήρχε ρητή πρόβλεψη για την εμπρόθεσμη εκτέλεση της σύμβασης εντός 12 μηνών από την ενεργοποίησή της, με την παράδοση του έργου, ως ενιαίου συνόλου, «με το κλειδί στο χέρι». Επιπρόσθετα, η σύμβαση προέβλεπε ότι ένα σύστημα ασφαλείας με το όνομα «TETRA» θα παραχωρούνταν στο Ελληνικό Δημόσιο για διάστημα 10 μηνών. Την ίδια ημέρα που καταρτίσθηκε η σύμβαση προμήθειας των Συστημάτων καταρτίσθηκε και η από 19-5-2003 σύμβαση μεταξύ της Εταιρείας και της «SIEMENS (Hellas) Α.Ε.», με την οποία η τελευταία ανέλαβε, ως υπεργολάβος, την εκτέλεση του σημαντικότερου από λειτουργικής και οικονομικής άποψης μέρους του έργου, έναντι αμοιβής 182.181.234 Ευρώ, που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 71% περίπου του συνολικού προϋπολογισμού του έργου (254.999.000 Ευρώ). Η εκτέλεση της σύμβασης με το Ελληνικό Δημόσιο, ωστόσο, δεν εξελίχθηκε ομαλά. Τα Συστήματα παραδόθηκαν εν μέρει στις 29.10.2008, τέσσερα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τo Ελληνικό Δημόσιο αρχικά ενέκρινε την εν μέρει παράδοση των Συστημάτων, εκτός από το «TETRA», υποσύστημα για το οποίο αποφασίστηκε να μην εγκριθεί η οριστική παραλαβή και τελική αποδοχή του, επειδή δεν προέκυψε ότι η προμηθεύτρια εταιρεία απέδειξε και ότι η Επιτροπή Παραλαβής επιβεβαίωσε ότι το Σύστημα είναι σύμφωνο με τη σύμβαση, «ενιαίο και διαλειτουργικό» και ότι παραδόθηκε «με το κλειδί στο χέρι». Η Εταιρία κατήγγειλε μερικώς τη σύμβαση με το Ελληνικό Δημόσιο ενώ κατέπεσαν επιστολές, συνολικού ποσού 18,877,375.29. Μετά από αίτηση της Εταιρείας, η ανακύψασα διαφορά επιλύθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, το οποίο με την από 2-7-2013 οριστική απόφασή του, ύστερα από μερική αποδοχή της αίτησης, υποχρέωσε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σ’ αυτήν το συνολικό ποσό των 39.818.595 ευρώ (ως υπόλοιπο οφειλομένου τιμήματος, αποζημίωση και ΦΠΑ) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης. Το Ελληνικό Δημόσιο με αγωγή του ενώπιον του αρμοδίου Εφετείου Αθηνών, ζήτησε να ακυρωθεί και να ανασταλεί η εφαρμογή της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου. Ακολούθως, το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 3690/2014 απόφασή του, δέχθηκε ότι η προπεριγραφόμενη εξέλιξη της σύμβασης, από ακριβόχρονης εκτέλεσης σε διάρκεια πέντε ετών και με τμηματικές παραδόσεις των επιμέρους υποσυστημάτων του έργου, καταδεικνύει την εξ αρχής αδυναμία της εναγομένης Εταιρίας να ανταποκριθεί στην αρχική προθεσμία εκτέλεσης και παράδοσής του ως ενιαίου συνόλου, συνεπώς και την έλλειψη των προϋποθέσεων ανάθεσής του σ’ αυτήν κατά την ως άνω εξαιρετική διαδικασία που τηρήθηκε. Έκρινε επίσης ότι ενεργό συμμετοχή όχι μόνο στην εκτέλεση, αλλά και στις διαπραγματεύσεις για την ανάθεση του έργου στην εναγόμενη Εταιρία, είχε η υπεργολάβος εταιρεία «SIEMENS (Hellas) Α.Ε.», θυγατρική της γερμανικής εταιρείας «SIEMENS (Germany) AG», οι οποίες -θυγατρική και μητρική εταιρεία- δραστηριοποιούνται επί σειρά ετών στον τομέα σύναψης δημοσίων συμβάσεων στην Ελλάδα. Εξάλλου, από το γεγονός ότι η εταιρεία «SIEMENS (Hellas) Α.Ε.» ανέλαβε, ως υπεργολάβος, την εκτέλεση του σημαντικότερου μέρους του έργου, την ίδια ημέρα (19-5-2003) που καταρτίσθηκε η σύμβαση προμήθειας των Συστημάτων μεταξύ των διαδίκων, αποδεικνύεται η προαποφασισμένη συνεργασία μεταξύ αναδόχου και υπεργολάβου και το εκ των προτέρων ενδιαφέρον της τελευταίας για την ανάθεση του συγκεκριμένου έργου στην εναγόμενη Εταιρία. Κατά τη χρονική περίοδο 2002-2007, στην οποία εντάσσεται και η περίοδος διαπραγμάτευσης, ανάθεσης και εξέλιξης της επίδικης σύμβασης, στελέχη τόσο της μητρικής εταιρείας «SIEMENS (Germany) AG», όσο και της θυγατρικής εταιρείας «SIEMENS (Hellas) Α.Ε.», έχουν εμπλακεί σε πράξεις δωροδοκίας προσώπων που ασκούσαν επιρροή στα κέντρα λήψης των σχετικών αποφάσεων, προκειμένου να επιτύχουν την προς αυτές ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, προς τα οποία (πρόσωπα) κατέβαλαν χρηματικά ποσά, ανερχόμενα σε ποσοστό 10% επί του αντικειμένου των συμβάσεων (8% σε ανώτερους αξιωματούχους και 2% σε πολιτικά πρόσωπα). Για αυτούς τους λόγους, το Εφετείο με την υπ’ αριθ. 3690/2014 απόφασή του κατέληξε στην κρίση ότι η σύμβαση μεταξύ της Εταιρίας και του Ελληνικού Δημοσίου ήταν αποτέλεσμα πράξεων επενδυτικής διαφθοράς, κυρίως μέσω της δωροδοκίας κρατικών λειτουργών, των δύο εταιριών «SIEMENS» κατά των ελληνικών συμφερόντων. Ειδικότερα, το Εφετείο από την επισκόπηση της από 2-7-2013 διαιτητικής αποφάσεως του Διεθνούς Δικαστηρίου Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου υπέρ της Εταιρίας, στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα σε αντίθεσή της στη δημόσια τάξη. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο με την υπ’ αριθ. 3690/2014 απόφασή του, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα για αντίθεση της διαιτητικής αποφάσεως στη δημόσια τάξη, με το να δεχθεί πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς που είχαν απορριφθεί από το διαιτητικό δικαστήριο, προέβη κατ’ ουσία σε αναδίκαση της υποθέσεως, η οποία δεν είναι επιτρεπτή στα πλαίσια του ακυρωτικού του ελέγχου για αντίθεση της διαιτητικής αποφάσεως στη δημόσια τάξη και επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές.
- ΑΠ 62/2016, 64/2016, 65/2016, 66/2016, 67/2016: Το Δημόσιο δύναται μόνο ρητά να παραιτηθεί εκ των προτέρων από το δικαίωμα προσβολής μίας διαιτητικής απόφασης
Η εκ των προτέρων παραίτηση του Ελληνικού Δημοσίου από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου κατά διαιτητικής αποφάσεως, δυνάμει σχετικού συμβατικού όρου που κυρώθηκε νομοθετικά, για να είναι έγκυρη και να επιφέρει έννομα αποτελέσματα, επιβάλλεται από τον νόμο να διατυπώνεται ρητά και ουδέποτε μπορεί να συναχθεί σιωπηρώς. Στη προκειμένου περίπτωση υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Ελληνικής Πολιτείας και αναδόχου με βάσει την οποία αμφότερα τα μέρη είχαν συμφωνήσει συμβατικά όπως υπάγουν τυχόν διαφορές τους σε διαιτησία ενώπιον του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου με εφαρμοστέο δίκαιο τις ουσιαστικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου. Επίσης, τα μέρη συμφώνησαν συμβατικά όπως παραιτηθούν εκ των προτέρων από τη προσβολή της διαιτητικής απόφασης. Η εν λόγω συμφωνία είχε κυρωθεί δε νομοθετικά με αποτέλεσμα να έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Ωστόσο το κείμενο της εν λόγω ρήτρας δεν ήταν συγκεκριμένο παρά μόνο αναφέρονταν στη εκ των προτέρων γενική παραίτηση αμφοτέρων των μερών από το δικαίωμά τους να προσβάλλουν με κάθε δυνατό τρόπο τη διαιτητική απόφαση. Συγκεκριμένα, τα μέρη συμφώνησαν ότι «η διαιτητική απόφαση είναι οριστική και αμετάκλητη και δεν υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, αποτελεί δε τίτλο εκτελεστό, χωρίς να χρειάζεται να κηρυχθεί αυτό από τα τακτικά Δικαστήρια και τα Μέρη δεσμεύονται να συμμορφωθούν αμέσως με τους όρους της». Ωστόσο ο ΑΠ έκρινε ότι σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο η ακυρωτική αγωγή του άρθρου 897 ΚΠολΔ αποτελεί ένδικο βοήθημα και όχι ένδικο μέσο και συνεπώς η σχετική παραίτηση θα έπρεπε να ήταν ρητή.
- ΑΠ 270/2016: Η διαιτητική απόφαση είναι άκυρη εφόσον εκδοθεί μετά την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου έκδοσης
Είναι άκυρη η διαιτητική απόφαση όταν εκδίδεται μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης στη διαιτητική συμφωνία προθεσμίας καθώς εντεύθεν παύει να ισχύει η διαιτητική συμφωνία. Η δε προθεσμία προς έκδοση της απόφασης, εφόσον δεν παρατάθηκε κατά τον προβλεπόμενο στη συμφωνία τρόπο, που στη προκειμένου περίπτωση ήταν η μονομερής έγγραφη δήλωση του εναγόμενου μέρους – και ήδη αναιρεσείοντος – προς το Διαιτητικό Δικαστήριο, οδήγησε στην ακύρωση της διαιτητικής απόφασης λόγω έλλειψης σχετικής εξουσίας. Στη προκειμένου περίπτωση, τα μέρη είχαν συμφωνήσει να υπάγουν τις διαφορές τους σε εθνικό ad hoc μονομελές διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο ωστόσο εξέδωσε απόφαση μετά το πέρας της συμβατικά συμφωνηθείσας συμφωνίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ότι δεν προτάθηκε κάποια ρητή αντίρρηση από τα μέρη ούτε όμως και το αίτημα για παράταση της εν λόγω προθεσμίας ερμηνεύτηκε από τον ΑΠ ως έλλειψη εξουσίας του διαιτητικού δικαστηρίου για την έκδοση σχετικής απόφασης.
- ΑΠ 366/2016: Η απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώματος δεν αποτελεί κανόνα δημοσίας τάξης
Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει με δικαστική απόφαση αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη. Ως διατάξεις δημόσιας τάξης, η παραβίαση των οποίων δικαιολογεί τη δικαστική ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως (κι) επί εθνικής διαιτησίας, νοούνται οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί πρωτίστως για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά ή οικονομικά θεμέλια της ημεδαπής έννομης τάξης, συγκροτούν δηλαδή τη δημόσια τάξη. Η παραβίαση, άρα, κανόνων αναγκαστικού δικαίου τεθέντων πρωτίστως προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, εκφεύγει του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου. Εξ άλλου, δεν προσβάλλεται η δημόσια τάξη κατά την παραπάνω έννοια και δεν θεμελιώνεται συνεπώς ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης, όταν αυτή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο ή έχει απλώς ανεπαρκή αιτιολογία, εκτός αν από την υλοποίηση (εκτέλεση) της απόφασης θα εδημιουργείτο κατάσταση αντίθετη προς τις ως άνω θεμελιώδεις αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης. Περαιτέρω, η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, περιέχει μεν συναφώς κανόνα αναγκαστικού δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης δεν είναι όμως δημόσιας τάξεως κατά την προεκτεθείσα έννοια αφού δεν μπορεί να ενταχθεί στα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά και, ιδίως, οικονομικά θεμέλια της ελληνικής έννομης τάξης, ενόψει μάλιστα και του ότι έχει θεσπισθεί για να υπηρετήσει, όχι το δημόσιο συμφέρον, αλλά το ιδιωτικό συμφέρον των συναλλασσομένων.
- ΑΠ 472/2016: Η συμφωνία διαιτησίας για να έχει ισχύ θα πρέπει να έχει υπογραφεί από πρόσωπα με ειδική εξουσιοδότηση
Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη. Τέτοια ακυρότητα υφίσταται, μεταξύ άλλων, επί μη πληρώσεως της αναβλητικής αιρέσεως από την οποία είχε εξαρτηθεί η εγκυρότητά της, καθώς και όταν η εν λόγω συμφωνία καταρτίστηκε κατά παράβαση του άρθρου 65 παρ. 2 του ΚΠολΔ, χωρίς δηλαδή να υπάρχει εξουσιοδότηση για την ενέργεια αυτής. Η τελευταία αυτή διάταξη αφορά όχι μόνο στους νομίμους αντιπροσώπους των φυσικών προσώπων, αλλά και στους εκπροσώπους των νομικών προσώπων, πλην όμως εφαρμόζεται μόνον όταν ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου καταρτίζει ως εντολοδόχος και πληρεξούσιος τη συμφωνία για διαιτησία, που αποφασίστηκε από το βουλητικό όργανο του νομικού προσώπου και όχι όταν οι σχετικές πράξεις γίνονται ευθέως από το ίδιο το όργανο εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου ή από τον υποκατάστατο αυτού. Εν προκειμένου κρίθηκε ότι η προϋπόθεση έγκρισης της συμφωνίας των μερών από τη Γενική Συνέλευση ενός μέρους εξ’ αυτών – όπως αναφέρονταν στο αντίστοιχο πρακτικό Διοικητικού Συμβουλίου, ιδίως ενόψει του αυτοτελούς χαρακτήρα της διαιτητικής συμφωνίας, έναντι της υπόλοιπης συμφωνίας, είχε το χαρακτήρα της αναβλητικής αίρεσης. Δεδομένου ότι η εν λόγω αίρεση δεν πραγματώθηκε, η ισχή της διαιτητικής συμφωνίας δεν παρήγαγε αποτελέσματα και κατά συνέπεια ήταν άκυρη.