Φορολογικές ανισότητες με φόντο το…αυτοκίνητο
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό ειδησεογραφικό site Capital.gr (4-7-2012)
Διανύουμε περίοδο μετεκλογικής αναπροσαρμογής και στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος βρίσκεται η οικονομία. Μία από τις βασικές παραμέτρους της οικονομίας αποτελεί και το φορολογικό σύστημα, για το οποίο οι προτάσεις όλων σχεδόν των κομμάτων συνίστανται στη εν τέλει απλοποίηση και σταθερότητά του. Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί το γεγονός ότι οι πρώην και πλέον και νυν κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις της χώρας το διάστημα το οποίο ήταν σε θέση να απλοποιήσουν και να σταθεροποιήσουν τη φορολογική νομοθεσία έπραξαν επί της ουσίας ουδέν από εκείνα τα οποία υπόσχονταν μετεκλογικά. Το φορολογικό μας σύστημα αποτελεί ένα κυκεώνα διατάξεων με κύριο στοιχείο την αντιφατικότητα και την πολυνομία. Άλλωστε, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι πρόσφατες προτάσεις των διμερών επιμελητηρίων.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα φορολογικής αντιφατικότητας και πολυνομίας αποτελεί το αυτοκίνητο. Οι φορολογικές διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται στο ζήτημα της κατοχής και χρήσης ενός αυτοκινήτου αναδεικνύουν το άδικο σύστημα, το οποίο πληρώνουν – κυριολεκτικά και μεταφορικά – επί της ουσίας οι πολίτες αυτής της χώρας. Αναλυτικά, τα έξοδα τα οποία προκύπτουν από την χρήση ενός αυτοκινήτου φορολογούνται διαφορετικά ανάλογα με τον ιδιοκτήτη του και συγκεκριμένα ανάλογα με το εάν πρόκειται για μισθωτό, ελεύθερο επαγγελματία, ακριβέστερα υπόχρεου τήρησης βιβλία Β΄κατηγορίας, ή εμπορική εταιρία, ακριβέστερα υπόχρεου τήρησης βιβλία Γ’ κατηγορίας. Ειδικότερα, εάν ο κάτοχός του είναι μισθωτός, τα έξοδα χρήσης ενός αυτοκινήτου εντάσσονται στο σύνολο τους στη γενική φορολογική κλίμακα. Αντιθέτως, εάν ο κάτοχός του είναι ελεύθερος επαγγελματίας τα έξοδά χρήσης ενός αυτοκινήτου εκπίπτουν κατά ποσοστό ανάλογα με το εάν πρόκειται ή όχι για αυτοκίνητο 1.600 κεκ. Ωστόσο, δεν δίνεται το ίδιο δικαίωμα έκπτωσης του αντίστοιχου ΦΠΑ στη κτήση και συντήρηση κατ’ αναλογίαν του συγκεκριμένου ποσοστού, όπως τουλάχιστον θα περίμενε κάποιος. Αντιθέτως, εάν πρόκειται για αυτοκίνητο μιας εταιρίας τα έξοδά του εκπίπτουν στο σύνολό τους από τα έσοδα της συγκεκριμένης εταιρίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί ακόμη πιο ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση προς τα νομικά πρόσωπα η δυνατότητα επιστροφής του καταβληθέντος κατά την αγορά ΦΠΑ του αυτοκινήτου καθώς και η σταδιακή του απόσβεση εν αντιθέσει με τις λοιπές κατηγορίες φορολογουμένων. Συνεπώς, η χρήση του αυτοκινήτου αποτελεί ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζεται φορολογικά ανά περίπτωση με βασικό κριτήριο επί της ουσίας τον κάτοχό του.
Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί η φορολογικά άνιση μεταχείριση της αγοράς και πώλησης ενός αυτοκινήτου από τη σκοπιά του ιδιοκτήτη, δηλαδή εάν πρόκειται για φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Πιο συγκεκριμένα, εάν κάποιος μισθωτός ή και ελεύθερος επαγγελματίας επιλέξει να πωλήσει το αυτοκίνητό του και να αγοράσει ένα καινούργιο, θα πρέπει να δηλώσει την πώληση του αυτοκινήτου ως εισόδημα, ενώ θα πρέπει να είναι σε θέση να δικαιολογήσει τα χρήματα για την αγορά. Ο δε ελεύθερος επαγγελματίας, ο οποίος εκπίπτει μέρος των εξόδων της χρήσης του αυτοκινήτου του, δεν είναι σε θέση να εκπέσει το αντίστοιχο μέρος της αγοράς ενός αυτοκινήτου. Αντιθέτως, η αγορά και η πώληση ενός αυτοκινήτου για μία εταιρία, η οποία εμφανίζεται ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, συνιστά φορολογικά τόσο έσοδο όσο και έξοδα με δικαίωμα έκπτωσης τόσο του ποσού αγοράς όσο και του αναλογούντος ΦΠΑ.
Συμπερασματικά, η ιδιοκτήτρια εταιρία ενός αυτοκινήτου εμφανίζοντας τις συναλλαγές της αναφορικά με ένα αυτοκίνητο το οποίο κατέχει και χρησιμοποιεί εμφανίζεται επί της ουσίας κερδισμένη, σε αντίθεση με τους ελεύθερους επαγγελματίες και κυρίως τα λοιπά φυσικά πρόσωπα, τα οποία φορολογούνται πάντα στην φορολογική κλίμακα με τα αντίστοιχα ανώτατα όρια δαπανών. Δυστυχώς, ο μισθωτός μιας εταιρίας όταν συλλέγει αποδείξεις από καύσιμα ή διόδια για την εταιρία για την οποία εργάζεται, τα παραστατικά αυτά εκπίπτουν στο σύνολό τους από τις δαπάνες της εργοδότριας εταιρίας, όταν ο ίδιος για τα προσωπικά του αντίστοιχα έξοδα εμπίπτει στους φορολογικούς περιορισμούς της κλίμακας στην οποία εντάσσεται.
Η φορολογική άνιση αντιμετώπιση ίδιων περιπτώσεων δεν σπανίζει στο σύστημά μας. Τα παραδείγματα της καταβολής εργοδοτικών εισφορών, οι οποίες για τα νομικά πρόσωπα εκπίπτουν στο σύνολό τους ενώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες κατά 10% και της φορολογικής μεταχείρισης των διοικητικών προστίμων αποτελούν μερικές ακόμη αποδείξεις διακρίσεων. Στην άνιση μεταχείριση ίσων περιπτώσεων του συστήματος μας θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τα δομικά νομικά προβλήματά του, όπως την εκ του νόμου ποινική ευθύνη των νομίμων εκπροσώπων των εταιριών, αλλά κυρίως την έλλειψη σταθερότητας, συνέπειας και σαφήνειας. Κοντολογίς, το φορολογικό μας σύστημα αποτελεί έναν άνισο κι άδικο εισπρακτικό μηχανισμό, ο οποίος σε πολλά σημεία προβλέπει για τις ίδιες πράξεις διαφορετικά μέτρα και διαφορετικά σταθμά. Ωστόσο, τώρα είναι η χρονική συγκυρία για τις προεκλογικές δεσμεύσεις να δώσουνε τη θέση τους στις πράξεις ελπίζοντας στη λύση αυτού του χρόνιου προβλήματος. Τον λόγο προς τούτο πλέον έχει ο κος Στουρνάρας…