Κράτος και Πολίτες: Άνισα μέρη στη μάχη για επιβίωση
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική οικονομική εφημερίδα Capital.gr (12-11-2010)
Το περασμένο καλοκαίρι ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας ανακοίνωσε ότι παύει να χορηγεί νέα δάνεια στους δικαιούχους του λόγω των συσσωρευμένων χρεών του ΙΚΑ προς τον οργανισμό. Το ΙΚΑ δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του λόγω των εισφορών που του οφείλονται από τους υπόχρεους καταβολής αυτών. Οι εργοδότες με τη σειρά τους προτάσσουν το γεγονός ότι πέρα από την ύφεση της αγοράς, οι τράπεζες δεν τους χορηγούν νέες πιστώσεις. Οι τράπεζες ανακοινώνουν μεγάλες επισφάλειες των δανείων τους, διότι δεν ήταν σε θέση να πληρωθούν από τους οφειλέτες τους. Οι τελευταίοι δηλώνουν ότι δεν αντέχουν τους φόρους και τις περικοπές, σε συνδυασμό με την μη επιστροφή από τις ΔΟΥ των παρακρατηθέντων φόρων, επιστροφών φόρου εισοδήματος, αλλά και του ΦΠΑ. Η ιστορία αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από μία μικρή περιγραφή της σημερινής κατάστασης, στην οποία το κράτος βρίσκεται στην αρχή και στο τέλος –με διαφορετικές τσέπες– και στη μέση όλοι οι υπόλοιποι.
Διανύουμε αναμφίβολα τα πιο κρίσιμα χρόνια στην οικονομική ζωή της χώρας την τελευταία τριακονταετία. Σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία η πολιτεία παίρνει τα αναγκαία αλλά και επιβεβλημένα μέτρα ώστε να επιβιώσουμε σαν κράτος. Ωστόσο, δεν δίνεται η αίσθηση ότι αυτά τα μέτρα αποτελούν αποφάσεις μίας κυβέρνησης, η οποία σέβεται τους πολίτες της, καθώς –ανέκαθεν ίσως– το ελληνικό κράτος και οι πολίτες του δεν ήταν ίσοι το ένα απέναντι στους άλλους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανισότητας ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες του αποτέλεσε για πολλά χρόνια το ζήτημα των τόκων σε περιπτώσεις υπερημερίας του Δημοσίου. Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει στην απόφασή του «Μεϊδάνης κατά Ελλάδος», ότι τόσο η ρύθμιση του άρθρου 7 § 2 του νομοθετικού διατάγματος 496/1974 περί λογιστικού των ΝΠΔΔ, η οποία ορίζει ότι ο νόμιμος τόκος υπερημερίας πάσης οφειλής των ΝΠΔΔ ανέρχεται σε 6% ετησίως, όσο και η σχετική απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου (3/2006) που την έκρινε συνταγματική, παραβιάζει το δικαίωμα του προσφεύγοντα στην περιουσία του όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου στην ΕυρΣΔΑ πρωτοκόλλου.
Την ίδια θέση έχει υιοθετήσει πλέον η νομολογία τόσο του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και η νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ωστόσο, το ζήτημα δεν έχει ρυθμιστεί νομοθετικά, προκειμένου οι τυχόν αμφισβητήσεις να σταματήσουν να υφίστανται.
Επιπλέον, σε αυτά τα πλαίσια κρίνεται αντιφατική η άποψη την οποία έχουν το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Άρειος Πάγος σχετικά με το ζήτημα της τοκοφορίας απέναντι στο Δημόσιο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, αν το δικαστήριο δικαιώσει τον πολίτη ή την επιχείρηση, τότε το Δημόσιο οφείλει από την πρώτη στιγμή τόκους, ανεξάρτητα από το είδος της αγωγής που υποβλήθηκε εναντίον του, ενώ η νομολογία του Αρείου Πάγου αρνείται να δεχθεί ότι το Δημόσιο οφείλει τόκους, όταν ο πολίτης υποβάλλει αναγνωριστική αγωγή, κάτι το οποίο είναι γνωστό ότι δεν προτιμάται από τα ενάγοντα μέρη. Το ζήτημα έχει παραπεμφθεί στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο δεν έχει αποφανθεί ακόμη σχετικά.
Παλαιότερα, σύμφωνα με το Νόμο 3301/2004 και το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του Νόμου 3068/02 εδάφιο, δεν θεωρούνταν δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του ανωτέρω νόμου και συνεπώς δεν εκτελούνταν οι εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής κατά του Δημοσίου. Ωστόσο, η νομολογία του Αρείου Πάγου κατέληξε ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων.
Επίσης, σημαντική είναι η αδιαφορία ρύθμισης της τοκοφορίας των φόρων απέναντι σε φυσικά και νομικά πρόσωπα κατά την επιστροφή τους, είτε αυτοί αφορούν σε επιστροφές ΦΠΑ είτε αυτές αφορούν σε επιστροφές φόρων εισοδήματος. Αντιθέτως, στα πρόστιμα επιβάλλονται προσαυξήσεις…
Ακόμη ένα σημαντικό δείγμα την άκριτης παντοδυναμίας του κράτους αποτελεί η συνεχής ρύθμιση της παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων. Η νομοθεσία ρυθμίζει και προβλέπει συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Αντίκειται σε κάθε πνεύμα χρηστής διοίκησης η επαναλαμβανόμενη αλλαγή του οποιουδήποτε νομοθετικού πλαισίου. Σε αυτά τα πλαίσια δεν είναι δυνατόν οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών που έληγαν στις 30/6/2010 να παρατείνονται ακόμη μία φορά μέχρι 31/12/2010. Ειδικότερα, το Δημόσιο αυθαίρετα επανα-προσδιόρισε την περίοδο παραγραφής φορολογικών υποθέσεων ακόμη και σε μία 10ετία, δεδομένου ότι ενώ, οι χρήσεις 2000, 2001, 2002 και 2003 παραγράφονταν στις 31/12/2009, με το νόμο 3790/09 δόθηκε εξάμηνη παράταση στην παραγραφή για τις 30/6/2010, ενώ πλέον με το νόμο 3842/10 αυτές παραγράφονται την 31/12/2010.
Επιπρόσθετα, προκαλούνται σημαντικές ανισότητες και στρεβλώσεις από το γεγονός ότι ενώ σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών κανένα μέρος δεν προκαταβάλει κάποιο ποσό στο αντίθετο μέρος, προκειμένου στη συνέχεια να αποφασίσει επί του θέματος η δικαιοσύνη, στην περίπτωση του κράτους αυτό επιβάλλεται.
Ακόμη, το δημόσιο εν γένει έχει το «δικαίωμα» να καθυστερεί υπέρμετρα, να παύει ή ακόμη να παγώνει πληρωμές απέναντι σε ιδιώτες προμηθευτές του, χωρίς βάσιμη και νόμιμη αιτία, τη στιγμή που έχει παραλάβει έργα και προμήθειες, αδιαφορώντας επί της ουσίας για τις επιπτώσεις αυτής της «αυθαίρετης» κίνησης στους πιστωτές του.
Συμπερασματικά, καθίσταται σαφές ότι το κράτος και οι πολίτες τους σαφώς δεν είναι ίσοι. Αναμφισβήτητα, υπάρχουν νομικά προνόμια υπέρ του κράτους τα οποία δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον. Ωστόσο, δίνεται η εντύπωση ότι όταν το κράτος οφείλει στους ιδιώτες, αδιαφορεί, ενώ όταν οι πολίτες οφείλουν στο κράτος, το τελευταίο απαιτεί. Οι περισσότερες «ρυθμίσεις» υπέρ του κράτους είναι θεσπισμένες με νόμους. Αλλά τελικά: ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό;