Skip to main content

ΠΔ 190/2006: Περί διαμεσολάβησης …

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ασφαλιστικό ΝΑΙ” (Τεύχος 114, Ιούλιος – Αύγουστος 2008)

Πριν περίπου 2 χρόνια ο Έλληνας νομοθέτης εξέδωσε το ΠΔ 190/2006 προσαρμόζοντας την ελληνική νομοθεσία στην Οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση. Ένα χρόνο αργότερα το ανωτέρω Προεδρικό Διάταγμα τροποποιήθηκε αναφορικά με κάποιες διατάξεις με το Νόμο 3557/2007. Η νομοθετική μεταρρύθμιση που έλαβε χώρα στο χώρο της ασφαλιστικής αγοράς με τα προαναφερθέντα νομοθετήματα δημιούργησε ένα καινούργιο σκηνικό για τις ασφαλιστικές εταιρίες, διότι εισήγαγε στην αγορά νέες ρυθμίσεις που άλλαζαν τα δεδομένα, όπως η δημιουργία μητρώου για όλους όσους εμπλέκονται σε διαδικασίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ασφάλιση των τελευταίων για πράξεις ή παραλείψεις απέναντι στους τελικούς ασφαλιζομένους. Σε γενικές γραμμές, η εφαρμογή κυρίως του ΠΔ 190/2006 δημιούργησε περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα τυχόν κλήθηκε να επιλύσει.

Ένα από τα προβλήματα που ανέκυψαν αναφορικά με τις διατάξεις του ΠΔ 190/2006 ήταν και η δημιουργία περιορισμών αναφορικά με τα πρόσωπα που πλέον δικαιούνται να εμπλέκονται σε διαδικασίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, δηλαδή «σε κάθε δραστηριότητα είτε παρουσίασης, πρότασης, παροχής προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης ή σύναψης αυτών ή παροχής συνδρομής κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου» (ΠΔ 190/2006, άρθρο 2, παρ. 3). Οι περιορισμοί αυτοί, ή ορθότερα η θέσπιση συγκεκριμένων προσόντων και προϋποθέσεων, δημιούργησε προσχώματα στα δίκτυα πωλήσεων των ασφαλιστικών εταιριών, καθώς πλέον οι εταιρίες υποχρεώθηκαν κατά βάση να προωθούν τα προϊόντα τους μέσω ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, οι οποίοι θα ήταν εγγεγραμμένοι στα οικεία επαγγελματικά μητρώα. Η συγκεκριμένη εξέλιξη ανέκυψε τη στιγμή κατά την οποία μεγάλες ασφαλιστικές εταιρίες είχαν αρχίσει να διευρύνουν τις προοπτικές συνεργασίας με εταιρίες – διαφορετικές του ασφαλιστικού κλάδου – προκειμένου να αξιοποιήσουν τα δίκτυα διανομής και πωλήσεών τους, ώστε να προωθούν τα ασφαλιστικά τους προϊόντα. Για παράδειγμα, θα ήταν ιδανικό για μία ασφαλιστική εταιρία χωρίς ιδιαίτερο κόστος να μπορούσε να αξιοποιήσει το δίκτυο καταστημάτων μιας εταιρίας κινητής τηλεφωνίας, ώστε να προωθεί και να πωλεί τα προϊόντα της. Η εφαρμογή, όμως, της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ ανέκοψε αρχικά αυτές τις σκέψεις.

Ωστόσο, οι ασφαλιστικές εταιρίες κρίνεται ότι έχουν ακόμα τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν υπάρχοντα δίκτυα διανομής και πωλήσεων με διάφορους τρόπους, είτε άμεσα είτε έμμεσα.

Ειδικότερα, μία πρόταση σχετίζεται με την κατ’ ευθείαν πώληση ασφαλιστικών προϊόντων μέσα από συνεργαζόμενα επιχειρήσεις που διαθέτουν δικά τους δίκτυα. Δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης δεν θεωρούνται εκείνες που ασκούνται από υπάλληλο ασφαλιστικής επιχείρησης, ο οποίος συνδέεται με σχέση εργασίας με αυτήν και ο οποίος ενεργεί υπό την ευθύνη της επιχείρησης αυτής (ΠΔ 190/2006, άρθρο 2, παρ. 3, εδ. Β΄). Το άρθρο αυτό χωρίς ωστόσο να ξεκαθαρίζει πλήρως το θέμα της δυνατότητας των εργαζομένων μιας ασφαλιστικής εταιρίας να προωθούν ασφαλιστικά προϊόντα δημιουργεί μία σημαντική δυνατότητα στις εταιρίες. Από τη στιγμή που σαφώς δεν θεωρούνται ως ασφαλιστική διαμεσολάβηση οι δραστηριότητες που παρέχονται στα πλαίσια εξαρτημένης εργασίας (δηλαδή με μισθό, ίσως και μπόνους αλλά όχι προμήθειες), οι τελευταίες δεν εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του ΠΔ 190/2006. Συνεπώς, φαίνεται αρχικά εφικτό για τις ασφαλιστικές εταιρίες να είναι σε θέση να προωθούν τα προϊόντα τους μέσα από άλλα δίκτυα διανομής και πωλήσεων τοποθετώντας υπαλλήλους τους, οι οποίοι θα συνδέονται μαζί τους με σχέση εξαρτημένης εργασίας, στα διάφορα καταστήματα και σημεία που οι ασφαλιστικές εταιρίες επιθυμούν. Σε μία τέτοια περίπτωση, σημαντικές παράμετροι θα αποτελέσουν πρώτον ο τρόπος με τον οποίο θα προσεγγίζει ο εργαζόμενος της ασφαλιστικής εταιρίας τον εν δυνάμει ασφαλιζόμενο και δεύτερον οι ακριβείς όροι της σύμβασης εργασίας μεταξύ ασφαλιστικής εταιρίας και εργαζομένου. Βέβαια, το κατά πόσο κρίνεται η ανωτέρω πρόταση συμφέρουσα από οικονομική άποψη είναι ένα ζήτημα, το οποίο δεν θα μας απασχολήσει στα πλαίσια του παρόντος άρθρου.

Επιπλέον, εμφανίζονται επιπρόσθετες προτάσεις στη κατεύθυνση αξιοποίησης εναλλακτικών δικτύων, αναφορικά με τη προώθηση και πώληση ασφαλιστικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, προτείνεται η αξιοποίηση υπαρχουσών δυνατοτήτων για τις οποίες στο ΠΔ 190/2006 δεν γίνεται καμία αναφορά. Επί παραδείγματι, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη χρήση του Διαδικτύου, τα ομαδικά συμβόλαια, και τη προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων από υπαλλήλους των ανωτέρω καταστημάτων.

Συνεπώς, οι ασφαλιστικές εταιρίες ίσως ακόμα έχουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν κάποιες τις δυνατότητες που η κείμενη νομοθεσία εύστοχα ή άστοχα, ρητά ή σιωπηρά ηθελημένα ή όχι έχει αφήσει στις ασφαλιστικές εταιρίες. Είναι προφανές ότι οι ανωτέρω νομοθετικές ρυθμίσεις αποσκοπούν στην προστασία των υφιστάμενων και μελλοντικών ασφαλισμένων. Παράλληλα όμως, παραμένει ανοικτός ο δρόμος για τις ασφαλιστικές εταιρίες να συνεχίζουν να προσφέρουν στο ευρύ κοινό ασφαλιστικά προϊόντα, τα οποία απευθύνονται στις ανάγκες της σύγχρονης Ελληνικής οικογένειας, μέσα από εναλλακτικά δίκτυα διανομής και πωλήσεων. Οι προαναφερθείσες σκέψεις δεν συνιστούν άκριτες λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν στα πλαίσια της συντελούμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλά προτάσεις προς συζήτηση προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Οι ασφαλιστικές εταιρίες έχουν την εμπειρία και την ικανότητα να διαμορφώσουν πρακτικές, οι οποίες θα συνάδουν με το πνεύμα του νόμου και ταυτόχρονα να επιτύχουν την εξυπηρέτηση των στόχων και συμφερόντων όλων των ενδιαφερομένων μερών. Συνοψίζοντας, η πρόκληση των πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων παραμένει η νίκη της ίδιας της ασφάλισης, της ίδιας της αγοράς.


© Στυλόπουλος & Συνεργάτες

Ομήρου 34, 10672, Αθήνα | T: +30 210 3832518 | F: +30 210 3821568